- υποκόμισσα
- [ипокомисса] ουσ. Θ. виконтесса.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
υποκόμης — και λόγιος τ. υποκόμις, ιτος, ο, θηλ. υποκόμησσα και υποκόμισσα, Ν ευρωπαϊκός τίτλος ευγενείας, ο αμέσως κατώτερος από τον τίτλο τού κόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + κόμης / κόμις. Ο τ. ὑποκόμης μαρτυρείται από το 1809 στο Λεξικόν Γαλλικής Γλώσσης… … Dictionary of Greek